- σπυρίχνιον
- σπῠρίχνιον, τό, Dim. of σπυρίς, Poll.6.94.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σπυρίχνιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπυρίχνιον — τὸ, Α μικρή σπυρίδα, καλαθάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπυρίς «καλάθι» + επίθημα ίχνιον (πρβλ. κυλ ίχνιον, πολ ίχνιον)] … Dictionary of Greek
σπυρίχνια — σπυρίχνιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)